- πλαδδιώ
- -άω, Α(λακων. λ.)1. φλυαρώ, λέω ανοησίες, μωρολογώ2. (κατά τον Ησύχ.) «πλαδ(δ)ιῇματαΐζει, σοβαρεύεται»3. (κατά το λεξ. Σούδα) «παραφρονῶ, πλησιάζω».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. πλαδδ-ιάω εμφανίζει κατάλ. -ιάω/-ιῶ, η οποία απαντά σε ρ. που δηλώνουν ασθένειες (πρβλ. αρρωστ-ιώ, ναυτ-ιώ). Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με το ρ. πλάζω «πλανώ, παραπλανώ» και έχει σχηματιστεί είτε απευθείας είτε μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος *πλάδδα / αττ. *πλά-ζα (με σημ. «φλυαρία»), πρβλ. φύ-ζα. Πιθανολογείται, επίσης, ότι το ρ. αποτελεί προϊόν ονοματοποιίας].
Dictionary of Greek. 2013.